- πέρσαν
- πέρθωwasteaor part act neut nom/voc/acc sgπέρθωwasteaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περσᾶν — Πέρσης a throw on the dice masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέρσαν — Πέρσᾱν , Πέρσης a throw on the dice masc acc sg (epic doric aeolic) Πέρσης a throw on the dice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τωρ… … Dictionary of Greek
σουσιγενής — ές, Α αυτός που γεννήθηκε στα Σούσα («Περσᾱν Σουσιγενῆ θεόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούσα + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής, πυρι γενής] … Dictionary of Greek